μανδίον

μανδίον
μανδίον, τὸ (ΑM, Μ και μανδίν)
βλ. μαντίον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαντίον — και μανδίον, τὸ (AM, Μ και μανδίν και μαντίν και μαντί) μανδύας, χλαμύδα την οποία οι στρατηγοί και άλλοι αρχηγοί τού στρατού φορούσαν πάνω από την πανοπλία μσν. 1. μακρύς γυναικείος μανδύας 2. κάλυμμα τού προσώπου, βέλο 3. κυκλοειδές ωμοφόριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”